έγχυσις

έγχυσις
(-εως) η
1) вливание, наливание; 2) всыпание, насыпание; 3) мед. вливание, инъекция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έγχυσις" в других словарях:

  • ἔγχυσις — pouring in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχύσει — ἔγχυσις pouring in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγχύσεϊ , ἔγχυσις pouring in fem dat sg (epic) ἔγχυσις pouring in fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχύσεις — ἔγχυσις pouring in fem nom/voc pl (attic epic) ἔγχυσις pouring in fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγχυσιν — ἔγχυσις pouring in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • ἐγχύσεως — ἐγχύσεω̆ς , ἔγχυσις pouring in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»